- κεφαλάκι
- το (Μ κεφαλάκιν)μικρό κεφάλι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεφαλίδα — η (ΑΜ κεφαλίς, ίδος) μικρό κεφάλι, κεφαλάκι («κεφαλίδας ἥλων», Αθήν.) νεοελλ. 1. ο τίτλος εντύπου ή κεφαλαίου ο οποίος σε μερικά βιβλία αναγράφεται στην κορυφή κάθε σελίδας 2. ρητό ή απόφθεγμα που προτάσσεται σε βιβλίο ή σε κεφάλαιο βιβλίου,… … Dictionary of Greek
κεφαλίδιον — κεφαλίδιον, τὸ (Α) 1. μικρό κεφάλι, κεφαλάκι 2. στον πληθ. τα κεφαλίδια είδος φαγητού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. κεραμ ίδιον, φιαλ ίδιον)] … Dictionary of Greek
κεφαλίδα — η 1. μικρό κεφάλι, κεφαλάκι: Κεφαλίδα σκόρδου. 2. τίτλος σε έντυπο ή και απόφθεγμα στην αρχή βιβλίου ή ορισμένου κεφαλαίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)